- κισσός
- I
Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η οποία ονομάστηκε έτσι από το όνομα της συζύγου του.IIΟνομασία δύο οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 393 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Πηλίου, 66 χλμ. ΒΑ του Βόλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουρεσίου. Στην περιοχή, από το 1753, λειτούργησε σχολείο των «κοινών γραμμάτων», όπου υπηρέτησε ως δάσκαλος ο Ρήγας Φεραίος.2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ., 99 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, ΝΑ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λάμπης.
Η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στον παραδοσιακό οικισμό Κισσό στο Πήλιο.
* * *ο (AM κισσός, Α αττ. τ. κιττός)γένος ξυλωδών αναρριχώμενων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση αποτελεί το γένος εδέρα ή έδερα ή χέδερα και ανήκει στην οικογένεια ραλιίδες και στην τάξη κορκώδη (α. «είμαι το χάλασμα... που ο κισσός τό περιζώνει», Γρυπ.β. «κύκλῳ δὲ περὶ σὲ κισσὸς εὐπέταλος ἕλικι θάλλει», Αριστοφ.)αρχ.(κατά τον Ησύχ.) (στους Αχαιούς) «κιρσός».[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης προελεύσεως και ετυμολ.ΠΑΡ. κίσσινος, κισσωτόςαρχ.κισσεύς, κισσίον, κισσώ (ΙΙ), κισσώδης (ΙΙ)αρχ.-μσν.κισσήεις, κισσώννεοελλ.κισσία.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κισσηρεφής, κισσοειδής, κισσοστεφήςαρχ.κισσεοχαίτης, κισσήρης, κισσόβρυος, κισσοδέτας, κισσόδετος, κισσοκόμης, κισσοκόρυμβος, κισσόπλεκτος, κισσόπληκτος, κισσοποίητος, κισσοστέφανος, κισσοτόμος, κισσοφάγος, κισσοφορία, κισσοφόρος, κισσοφορώ, κισσοχαίτης, κισσοχαρής, κισσοχίτωναρχ.-μσν.κισσόφυλλοννεοελλ.κισσοστόλιστος. (Β' συνθετικό) χαμαίκισσοςαρχ.εύκισσος, κατάκισσος, μαλακόκισσος].
Dictionary of Greek. 2013.